- ευμετάρρευστος
- εὐμετάρρευστος, -ον (Α)αυτός που μεταβάλλεται εύκολα κατά τη ροή («εὐμετάρρευστος χυμός», Αέτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-ρρέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμετάρρευστος — easily diverted from its course masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)